όστρειον

όστρειον
ὄστρειον, τὸ (Α)
βλ. όστρεο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὄστρειον — neut nom/voc/acc sg ὄστρεον oyster neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρείοις — ὄστρειον neut dat pl ὄστρεον oyster neut dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρείοισιν — ὄστρειον neut dat pl (epic ionic aeolic) ὄστρεον oyster neut dat pl (attic epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρείου — ὄστρειον neut gen sg ὄστρεον oyster neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρείων — ὄστρειον neut gen pl ὄστρεον oyster neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρείῳ — ὄστρειον neut dat sg ὄστρεον oyster neut dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄστρεια — ὄστρειον neut nom/voc/acc pl ὄστρεον oyster neut nom/voc/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστρειακός — ὀστρειακός, ή, όν (Μ) [όστρειον] αυτός που ανήκει σε όστρεο, σε στρείδι, ή προέρχεται από όστρεο …   Dictionary of Greek

  • οστρειογραφής — ὀστρειογραφής, ές (Α) βαμμένος με πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρειον + γραφής (< γραφή < γράφω), πρβλ. χρυσο γραφής] …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”